μετάλλευση

μετάλλευση
[-ις (-εως)] η добыча руды

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μετάλλευση" в других словарях:

  • μετάλλευση — η (Α μετάλλευσις) [μεταλλεύω] η αναζήτηση και εξόρυξη μεταλλεύματος, εκμετάλλευση, μεταλλεία στον πληθ. αἱ μεταλλεύσεις τα μεταλλευτικά έργα …   Dictionary of Greek

  • μεταλλεύσῃ — μεταλλεύσηι , μετάλλευσις mining operations fem dat sg (epic) μεταλλάω search carefully pres part act fem dat sg (epic ionic) μεταλλεύω get by mining aor subj mid 2nd sg μεταλλεύω get by mining aor subj act 3rd sg μεταλλεύω get by mining fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλεία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 326 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οπουντίων. * * * η (Α μεταλλεία) [μεταλλεύω] η αναζήτηση μετάλλων στο έδαφος, μετάλλευση («ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλευτικός — ή, ό (Α μεταλλευτικός, ή, όν) [μεταλλεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταλλείο, στη μετάλλευση ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική έρευνα») 2. ικανός, έμπειρος στην αναζήτηση και εξόρυξη μετάλλων 3. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλευτική (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλευτός — μεταλλευτός, ή, όν (Α) [μεταλλεύω] 1. αυτός που μπορεί να ληφθεί με μετάλλευση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μεταλλευτά καθετί που μεταλλεύεται, όπως σίδηρος, χαλκός κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τα ορυκτά …   Dictionary of Greek

  • μεταλλεύσιμος — η, ο [μετάλλευση] αυτός που μπορεί να δώσει μετάλλευμα, αυτός από τον οποίο μπορεί κάποιος να εξορύξει μέταλλο, εκμεταλλεύσιμος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»